- αύλακα
- η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας)αυλάκι κήπου ή αγρούνεοελλ.1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίωναρχ.1. γλυφή2. αμυχή του δέρματος3. ευθεία γραμμή την οποία σχηματίζει ο θεριστής, όγμος*4. «αὖλαξ ὑδροφόρος» — υδραγωγείο5. η γυναίκα, στην οποία σπείρεται το σπέρμα του ανδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από τον βασικό τ. αύλαξ μαρτυρείται στην αρχαία παράδοση ένας αριθμός παράλληλων τ. με την ίδια σημασία, των οποίων η ετυμολογική σχέση δεν μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να καθοριστεί. Εν πρώτοις η ομηρική αιτ. εν. ώλκα (και πληθ. ώλκας) της άχρηστης ονομ. ωλξ πρέπει να προέρχεται από *άολκα < *άFολκα με νεώτερη συναίρεση (δηλ. κατά ώλκα < *κατ' άFολκα Ιλ. Ν 707). Ο ποιητ. τ. άλοξ* θεωρείται ότι προήλθε από τη ρίζα *αολκ- με μετάθεση, ενώ ο τ. αύλαξ < *ά-Fλακ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας *α-Fελκ- και το λακων. ευλάκᾱ < *ε Fλακ-, ίδια βαθμίδα και διαφορετικό προθεματικό φωνήεν. Τέλος, ο δωρ. τ. ώλαξ προήλθε πιθ. από συμφυρμό των ώλκα και αύλαξ. Η ύπαρξη τόσων τ. για τη δήλωση της ίδιας λ. οφείλεται πιθ. στον τεχνικό χαρακτήρα της λ. Κατ' άλλη ετυμολογία, η λ. αύλαξ θεωρείται παράγωγο του αυλός* (πρβλ. αυλών «αυλάκι, τάφρος») και διακρίνεται από το άλοξ και τους υπόλοιπους τύπους. Ο τ. αύλαξ συνδέεται με λιθ. velku, αρχ. σλαβ. vlěkọ, αβ. var∂k- «τραβώ, σύρω» και ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα *welk- «τραβώ», ενώ η προσπάθεια συσχετισμού αυτής με τη *selk- «έλκω» κάτω από κοινή ρίζα *swelk- δεν φαίνεται πειστική.ΠΑΡ. αυλακίζω, αυλάκι(-ον)(μσν.νεοελλ.) αυλακώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. κυαναύλαξ, μικραύλαξ, ολιγαύλαξ, ομαύλαξ, πολυαύλαξ, τριαύλαξμσν.- νεοελλ.αυλακοειδήςνεοελλ.αυλακονάρθηκας, τσιμενταύλακας, υδραύλακας].
Dictionary of Greek. 2013.